- ἀμουργός
- ἀμουργός, όν,A v.l. for ἀμοργός (A) 1.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμουργός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμουργος — η, ο [μούργα] (για λάδι) χωρίς μούργα … Dictionary of Greek
αμουργός — ο και γιός [αμέργω] 1. δοχείο για το άρμεγμα, καρδάρα 2. εποχή τού αρμέγματος τών προβάτων … Dictionary of Greek
ἀμουργόν — ἀμουργός masc/fem acc sg ἀμουργός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουργοί — ἀμουργός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμουργούς — ἀμουργός masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek